- γάιε
- γάϊε , γάιοςonlandmasc/fem voc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γάιε — Γάϊε , Γαῗος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαῖε — Γαῖος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γάι' — Γάϊε , Γαῗος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγάιος — βουγάϊος, ο (Α) 1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά 2. αδρανής 3. βραδύνους, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β συνθετικό συνδέεται με… … Dictionary of Greek
Γαῖ' — Γαῖα , Γαῖα land fem nom/voc sg Γαῖαι , Γαῖα land fem nom/voc pl Γαῖα , Γαῖον neut nom/voc/acc pl Γαῖε , Γαῖος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάι' — γάϊα , γάιος onland neut nom/voc/acc pl (doric) γάϊε , γάιος onland masc/fem voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)